- νυκτοκλοπή
- ηκλοπή που διαπράττεται στη διάρκεια τής νύχτας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυκτοκλοπία — η (Α νυκτοκλοπία) νυκτοκλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κλοπία (< κλόπος < κλέπτω) πρβλ. λογο κλοπία] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek